φαλκιδεύω

φαλκιδεύω
φαλκίδεψα, φαλκιδεύτηκα, φαλκιδεμένος, κάνω φαλκίδευση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαλκιδεύω — φαλκιδεύω, φαλκίδευσα και φαλκίδεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαλκιδεύω — Ν 1. περιορίζω νόμιμες απαιτήσεις, καταπατώ δικαιώματα 2. παρακρατώ μέρος κληρονομικής μερίδας 3. διαστρεβλώνω 4. υποκλέπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το φαλκίδιος*, όν. ρωμαϊκού νόμου] …   Dictionary of Greek

  • φαλκίδευση — η, Ν [φαλκιδεύω] 1. καταπάτηση δικαιώματος, περιορισμός απαίτησης 2. διαστρέβλωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”